Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το κόκαλο

См. также в других словарях:

  • κόκαλο — και κόκκαλο, το (Μ κόκκαλον) 1. οστό 2. φρ. «τρώγω κάποιον ώς το κόκαλο» εκμεταλλεύομαι κάποιον πάρα πολύ νεοελλ. 1. εργαλείο ή εξάρτημα κατασκευασμένο από οστό, όπως π.χ. το πλήκτρο τού πιάνου 2. μικρό εργαλείο από ξύλο, μέταλλο ή κόκαλο, με το… …   Dictionary of Greek

  • κόκαλο — το 1. οστό: Πέταξε στα σκυλιά τα κόκαλα. 2. κάθε εργαλείο που είναι κατασκευασμένο από κόκαλο. 3. φρ., «Έμεινε πετσί και κόκαλο», αδυνάτισε πολύ. 4. φρ., «Eίναι γερό κόκαλο», έχει μεγάλη σωματική αντοχή. 5. παροιμ., «H γλώσσα κόκαλα δεν έχει και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κλειδοκόκαλο — το το οστό τής κλείδας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείδα + κόκαλο (< κόκαλο), πρβλ. ραχο κόκαλο, ψαρο κόκαλο] …   Dictionary of Greek

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • κοκαλιάζω — και κοκκαλιάζω [κόκαλο] 1. γίνομαι σκληρός σαν κόκαλο, αποσκληρύνομαι 2. (για πρόσ.) γίνομαι άκαμπτος σαν κόκαλο, παθαίνω ακαμψία (α. «κοκάλιασα απ το κρύο» β. «το γατάκι είναι σκοτωμένο από χτες το βράδι και έχει κοκαλιάσει») …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

  • Δαμαρμενός — Μυθολογικό πρόσωπο. Ψαράς που καταγόταν από την Ερέτρια. Μία ημέρα ενώ ψάρευε, έβγαλε από τη θάλασσα ένα ανθρώπινο κόκαλο υπερφυσικού μεγέθους και θεωρώντας το καλό οιωνό, το πήγε στους Δελφούς, όπου πήρε εντολή να το δώσει στους Ηλείους, γιατί… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»